Σύνοψη της επιστημονικής επιτροπής για τις εργασίες της Διημερίδας
Η επιστημονική Επιτροπή
διαπιστώνει με ικανοποίηση ότι το περιεχόμενο των εισηγήσεων οι οποίες
παρουσιάστηκαν όχι μόνο ευθυγραμμίστηκε εύστοχα με τους προκαθορισμένους
θεματικούς άξονες, αλλά και τους
εμπλούτισε.
Ο κ. Δερτιλής, ανέλυσε εμπεριστατωμένα, πώς διαμορφώθηκε ο εμφύλιος
χαρακτήρας του Εθνικού Διχασμού, με ευθύνη της ηγεσίας του Κράτους, από τη
δράση και αντίδραση των φορέων της και υπό την πίεση αναπόδραστων συγκυριών
μέσα σε ένα βίαιο πλέγμα διεθνών σχέσεων. Ακόμη, κατέστησε απολύτως αντιληπτές
τις καταστροφικές μικροπολιτικές βλέψεις της φιλοβασιλικής ηγεσίας και του
Μονάρχη που αδυνατούσαν να συλλάβουν το μέγεθος της επερχόμενης καταστροφής,
στάση που θα συνεχιζόταν και θα επιβεβαιωνόταν στη διάρκεια του Μικρασιατικού
Πολέμου.
Ο κ. Τσιριγώτης αντιμετώπισε τον εθνικό διχασμό ως ενδοκρατική
σύγκρουση, αλλά και ως σύγκρουση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με το
διεθνές περιβάλλον, ενώ επιχείρησε εύστοχα την ερμηνεία του στη βάση των
πολλαπλών επιπέδων δράσης της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, όπου ο
παράγοντας της «υψηλής στρατηγικής» και ο τρόπος που γινόταν εκατέρωθεν
αντιληπτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο.
Ο κ. Δορδανάς ανέδειξε πειστικά τη σημασία της γερμανικής
προπαγάνδας στο εσωτερικό της χώρας, στο κρίσιμο διάστημα 1915-1916, οπότε
σημειώθηκε το αποκορύφωμα του εθνικού διχασμού. Αναλύθηκε τεκμηριωμένα η
συστηματική προσπάθεια καθυστέρησης της εξόδου της Ελλάδας στον πόλεμο στο
πλευρό της Αντάντ από προπαγανδιστικά κέντρα, όπως η Γερμανική Πρεσβεία των
Αθηνών, φιλογερμανικοί θύλακες στο Στρατό, ο φιλογερμανικός Τύπος και βέβαια
πολιτικοί πρόθυμοι να υπηρετήσουν τις επιλογές του φιλογερμανού Βασιλέα
Ο κ. Δωροβίνης, με μία εξαντλητική αξιοποίηση του διαθέσιμου
αρχειακού υλικού, προσπάθησε με γλαφυρό και αποτελεσματικό τρόπο να φωτίσει
άγνωστες πτυχές της δράσης του ιστορικού του Άργους Δ.Κ.Βαρδουνιώτη ως ενεργού,
μολονότι μετριοπαθούς, οπαδού της φιλοβασιλικής μερίδας του Άργους και τις
συνέπειες για τον ίδιο (εξορία, εξασθένιση της υγείας του). Ακόμη, αναφέρθηκε
στην ιδιαίτερα έντονη εκδήλωση του αντιβενιζελικού
φανατισμού στην πόλη του Άργους, με τη διοργάνωση «τοπικού» Αναθέματος, αλλά
και μία διαχρονικά χλευαστική στάση των τοπικών κομματικών παραγόντων του
λαϊκού κόμματος απέναντι στον ηγέτη των Φιλελευθέρων.
Ο κ. Τσιλιμίγκρας, συνέδεσε εύστοχα τη γένεση του προτύπου του
«έλληνα διανοούμενου» του 20ου αιώνα και τη διαμόρφωση μιας
συμπαγούς πνευματικής elite (που δεν υπήρχε προηγουμένως στην Ελλάδα), με τη δίνη του
Εθνικού Διχασμού. Ειδικότερα, ανέλυσε
διεξοδικά τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι πνευματικοί άνθρωποι για
συστράτευση με μία από τις δύο μερίδες, όπως και την αξιοσημείωτη
αμφιταλάντευση της νεογέννητης μαρξιστικής σκέψης μεταξύ του Βενιζελισμού ως
προοδευτικού πολιτικού φορέα και του βενιζελισμού ως προπύργιου της
μικροαστικής και μεσοαστικής ελληνικής τάξης
Ο κ. Δανούσης, αναφέρθηκε στην πολύ κρίσιμη για τα δύο αντιμαχόμενα
στρατόπεδα, των φιλοβασιλικών και των βενιζελικών, γεωστρατηγική θέση και πολιτική
στάση των Κυκλάδων. Tο
νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων αντιμετωπίστηκε ως πεδίο αντιπαράθεσης, μεταξύ
της αγγλικής προσπάθειας ελέγχου νευραλγικών σημείων και υποδομών, και της
γερμανικής προπαγάνδας που εργαζόταν για μία παθητικά αρνητική στάση έναντι της
Entente. Εξηγήθηκε η
ήπια μορφή και ο μετριοπαθής χαρακτήρας
που προσέλαβε τελικά ο εθνικός διχασμός στις Κυκλάδες, στο επίπεδο και
των πολιτικών παραγόντων και του εγχώριου πληθυσμού.
Η κ. Μαρωνίτη, ανέλυσε τεκμηριωμένα σε ιστοριογραφικό επίπεδο και
σε επίπεδο της πολιτικής επιστήμης, την επιστημονική αναγκαιότητα, αλλά και τις
ανυπέρβλητες ερευνητικές δυσκολίες (μέχρι στιγμής) για την αποτίμηση του ρόλου
μη προβεβλημένων πολιτικών προσωπικοτήτων σε περίοδο εθνικών κρίσεων, όπου τα
φώτα της Ιστορίας πέφτουν στους πρωταγωνιστές. Τέτοια προσωπικότητα ήταν ο
Αλέξανδρος Θρ. Ζαίμης, του οποίου η εξισορροπητική δράση και η μετριοπάθεια τον
κατέστησαν ασφαλιστική δικλείδα ενός πολιτικού συστήματος που ένιωθε τυπικά
μόνο την ανάγκη εκτόνωσης του φανατισμού
και της πόλωσης.
Ο κ. Ρήγος, έδωσε ένα «πανόραμα» της συνέχισης της διχαστικής
δράσης στον Μεσοπόλεμο των δύο πολιτικών
«οικογενειών», όπως τις ονόμασε, των Βενιζελικών και των Λαϊκών. Αναφέρθηκε
στους αποτελεσματικούς στρατιωτικούς βραχίονες που διέθεταν για την εξυπηρέτηση
των πολιτικών τους επιδιώξεων. Σημαντικά στοιχεία που επισήμανε ήταν η όξυνση
του πολιτικού κλίματος κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, με ευθύνη του
βενιζελισμού, και η αντιδιαστολή του Κ.Κ.Ε ως οργανωμένου κόμματος αρχών προς
την παλαιοκομματική κουλτούρα και πρακτική των δύο παραδοσιακών αντιπάλων.
Υποστήριξε ότι τότε, ούτε η Αριστερά κατόρθωσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, ούτε και εκδηλώθηκε
ένα γενικευμένο κίνημα αμφισβήτησης της κατεστημένης τάξης, όπως συνέβη, έστω
και φασιστικά, στις άλλες χώρες του Μεσοπολέμου.
Ο κ. Χατζηαναστασίου, μας παρουσίασε τον τρόπο με τον οποίο
μεταλλάχθηκε ο βενιζελικός και ο φιλοβασιλικός χώρος στην Κεντρική Μακεδονία, με καταλύτη τη δράση
του Εαμικού κινήματος Εθνικής Αντίστασης κατά την περίοδο της Γερμανοβουλγαρικής
κατοχής στην περιοχή. Εξήγησε πειστικά τη μετατροπή φιλοβασιλικών στρωμάτων
τουρκόφωνων Ποντίων σε συνεργάτες των Ναζί, αλλά και την προσπάθεια των
πολιτικών καθοδηγητών του Ε.Α.Μ για τον προσεταιρισμό του ίδιου σώματος των
προσφύγων.
Η κ. Καλποδήμου και ο κ. Κόνδης παρουσίασαν τα αποτελέσματα μιας
συστηματικής αρχειακής έρευνας στον
τοπικό και ευρύτερο πελοποννησιακό Τύπο, κατά την εποχή του Εθνικού Διχασμού,
απ΄ όπου μπορέσαμε να σχηματίσουμε μία πολύ χαρακτηριστική και παραστατική
εικόνα της έντονης διείσδυσης στην
κοινωνική βάση και στο λαϊκό στοιχείο της φιλοβασιλικής πολιτικής κουλτούρας,
αλλά και ορισμένων γλαφυρών (και γραφικών) τρόπων, με τους οποίους εκφραζόταν
αυτή έναντι του βενιζελισμού, ως «μιάσματος» του Έθνους.
O κ. Βλαχόπουλος αναφέρθηκε στην ουσία της διάστασης των
δύο παραγόντων του πολιτεύματος, στο κρίσιμο δηλαδή ερώτημα που και ο ίδιος ο
λαός άρχισε να κατανοεί : «Ποιος έχει την αρμοδιότητα να αποφασίζει για τα
μεγάλα εθνικά ζητήματα;». Εξήγησε πειστικά την πρακτική των «κοινοβουλευτικών
μοναρχιών» και επομένως και της ελληνικής σε περιπτώσεις λήψης αποφάσεων για
ύψιστα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ενώ τόνισε την αντίφαση μεταξύ της τυπικής
τήρησης του Συντάγματος και της ουσιαστικής παραβίασής του, με σειρά ολόκληρη
συντακτικών πράξεων δυνάμει των οποίων προωθούνταν οι εκκαθαρίσεις στον δημόσιο
τομέα.
Ο κ. Χατζηβασιλείου, τεκμηρίωσε επιτυχημένα την πίεση που ασκούσε
στην ελληνική εξωτερική πολιτική, τόσο το πλέγμα των διεθνών σχέσεων,
αναπροσαρμοζόμενο συνεχώς κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όσο και
τα μεγάλα διπλωματικά διλήμματα που αντιμετώπισε η ελληνική ηγεσία για
αναπροσανατολισμό της τακτικής της. Η «υπερέκταση» των ελληνικών εθνικών
επιδιώξεων σε σχέση με τις περιορισμένες δυνατότητες ανταπόκρισης του ελληνικού
κράτους στις προκλήσεις ενός καταναγκαστικού διεθνούς πλαισίου, προσδιόρισε σε
μεγάλο βαθμό τη δράση του Ε. Βενιζέλου. Ο Έλληνας ηγέτης αντέταξε αριστοτεχνικά
«το εφικτό» και την εναλλαγή των διπλωματικών σχεδιασμών, βάσει της
αναπροσαρμογής των εξωτερικών δεδομένων.
Η κ. Λούβη, έδειξε εύστοχα, πώς αναβίωσαν μέσα από τον Τύπο της
εποχής τα στερεότυπα του Βαλκάνιου για τον «Δυτικοευρωπαίο» και ο χρόνιος
αντιδυτικισμός, παράλληλα με μία νέα οπτική του ιστορικού παρελθόντος των
δυτικοευρωπαϊκών λαών, ανάλογα με τις βενιζελικές και φιλοβασιλικές προτιμήσεις
των εφημερίδων. Άλλοτε αποθεωνόταν το αγγλογαλλικό δημοκρατικό ιδεώδες και
καταβαραθρωνόταν ο φιλοπόλεμος Γερμανός που ήθελε να επιβάλει την τυραννία και
άλλοτε δυσφημίζονταν οι Αγγλογάλλοι ως συμφεροντολόγοι εκμεταλλευτές των λαών
και εξυψωνόταν ο γερμανικός λαός ως πειθαρχημένος και ανιδιοτελής που πολεμούσε
για να επιβάλει την τάξη στην
Ανθρωπότητα. Με τον τρόπο αυτό ο Τύπος «διαπαιδαγωγούσε» την ελληνική κοινή
γνώμη και προσπαθούσε να την χειραγωγήσει προς τη μία ή την άλλη παράταξη.
Η κ. Γεωργοπούλου παρουσίασε
την εν πολλοίς άγνωστη πτυχή της ηθελημένης ή αθέλητης πολιτικής στράτευσης του καλλιτεχνικού κόσμου
και ιδιαίτερα των γυναικών ηθοποιών, κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού.
Επώνυμες ηθοποιοί του Θεάτρου, όπως η Μ .Κοτοπούλη και η Κυβέλη υποχρεώθηκαν ή
επέλεξαν να διαλέξουν στρατόπεδο από το σανίδι του θεάτρου προκαλώντας πληθώρα
σχολίων από τις στήλες των εφημερίδων. Επισημάνθηκε ιδιαίτερα η ζήτηση από το
θεατρικό κοινό μιας βενιζελικής ή κωνσταντινικής σάτιρας μέσα από το θεατρικό είδος
της Επιθεώρησης και η προσπάθεια ανταπόκρισης των ηθοποιών και των συγγραφέων
σε αυτή, γεγονός όμως που καυτηρίαζαν θεατρικοί κριτικοί της εποχής, όπως ο Γ.
Ξενόπουλος.
Η κ. Σακκά εστίασε στο διαχρονικό πρόβλημα που δημιουργεί ο
χειρισμός από την ελληνική σχολική ιστοριογραφία τραυματικών εθνικών ζητημάτων,
όπως αυτό του εθνικού διχασμού. Αναφέρθηκε σε
αντιπροσωπευτικά παραδείγματα σχολικών εγχειριδίων, προπολεμικών,
πρώϊμων μεταπολεμικών και σύγχρονων, τα οποία αξιολόγησε τεκμηριωμένα ως προς
τη διαπραγμάτευση από μέρους των συγγραφέων όχι μόνο του Εθνικού Διχασμού, αλλά
και της μεγάλης διάρκειας στην οποία αυτός εντάσσεται, αυτή του Α΄ Παγκόσμιου
και του Μικρασιατικού Πολέμου. Υποστήριξε την άποψη ότι θέματα σαν το
συγκεκριμένο, ορθώνουν σημαντικές προκλήσεις αυστηρής επιστημονικής θεώρησης
για την ελληνική σχολική Ιστορία, τόσο στο επίπεδο συγγραφής των βιβλίων, όσο
και στο επίπεδο της διδακτικής του μαθήματος.
Δ.Γιαννακόπουλος
Σχ. Σύμβουλος, Δρ.Ιστορίας,
Μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής
της Διημερίδας